τσουλάκι

τσουλάκι
το
μικρή τσούλα (βλ. λ.).

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • τσουλάκι — το, Ν [τσούλα] υποκορ. τού τσούλα …   Dictionary of Greek

  • τσουλί — το τσουλάκι (βλ. λ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”